ομφαλητόμος

ομφαλητόμος
ὀμφαλητόμος, -ον (ΑΜ)
βλ. ομφαλοτόμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὀμφαλητόμος — cutting the navel string masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμφαλητόμον — ὀμφαλητόμος cutting the navel string masc/fem acc sg ὀμφαλητόμος cutting the navel string neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμφαλητόμοι — ὀμφαλητόμος cutting the navel string masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀμφαλητόμων — ὀμφαλητόμος cutting the navel string masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομφαλοτόμος — ο (ΑΜ ὀμφαλητόμος, ον, Α και ὀμφαλοτόμος, ον) νεοελλ. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο ομφαλοτόμος, το ομφαλοτόμο χειρουργικό εργαλείο για αποκοπή τού ομφάλιου λώρου μσν. αρχ. αυτός που κόβει τον ομφάλιο λώρο αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀμφαλητόμος… …   Dictionary of Greek

  • -τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”